- κουφός
- Ονομασία δύο οικισμών.
1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός.
2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 149 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 15 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσούρων.
* * *-ή, -ό (Μ κουφός και κωφός, -ή, -όν)αυτός που δεν ακούει καθόλου ή ακούει λίγο, κωφόςνεοελλ.1. αυτός που γίνεται κρυφά και αθόρυβα2. (το ουδ.) κουφό(για λόγια ή πράξεις) ανόητο ή παράδοξο3. το ουδ. ως ουσ. το κουφότο ποντίκι4. φρ. «στα κουφά» — αθόρυβα5. παροιμ. α) «στού κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» — λέγεται γι' αυτούς που δεν συγκινούνται ή δεν αλλάζουν γνώμηβ) «κουφού καμπάνα κι αν λαλείς, νεκρόν κι αν γαργαλίζεις» — λέγεται γι' αυτούς που ματαιοπονούν.επίρρ...κουφά1. χωρίς ακοή2. αθόρυβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κωφός*, με κώφωση του -ω- σε -ου-.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κουφαίνωνεοελλ.κούφαλος, κουφαμάρα, κουφίζω (Ι).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. κουφ(ο)- (Ι). (Β' συνθετικό) νεοελλ. απόκουφος, θεόκουφος, ολόκουφος].
Dictionary of Greek. 2013.